τέτραξ

τέτραξ
τέτραξ, ᾰγος (so Stud.Ital.N.S.2.394 (Phalasarna, iv B.C., amulet)), and ᾰκος (dat.
A

τέτρακι Ar.Av.884

), , name of two kinds of wild birds,
1 ὁ μείζων, prob. hazel-grouse or ryper, Ath.9.398f, Eust. 1205.27, Poet.Lat.Min. iii p.203 Baehrens; coupled with the peafowl by Ar.l.c.
2 a small bird, like the σπερμολόγος, Epich.45,46, Alex.Mynd. ap. Ath.9.398c. (Cf. τέτριξ, τετράων, τετράδων, τατύρας, τέταρος, τετράζω; Skt. titir-is or -ας (the francolin or Indian partridge); Lith. teterva (black-cock); prob. onomatop.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τέτραξ — wild birds masc nom/voc sg τέτραξ wild birds masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέτραξ — αγος, ο, ΝΜΑ, γεν. και ακος, Α νεοελλ. ονομασία ενός είδους τού γένους ωτίς, αλλ. μικρός αγριόγαλος μσν. αρχ. 1. ονομασία δύο άγριων πτηνών 2. είδος μικρού πτηνού που μοιάζει με τον σπερμολόγο αρχ. φρ. «τέτραξ ὁ μείζων» ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • τετράξ — και τέτραξ, ὁ, Α το έτος επειδή αποτελείται από τέσσερεις εποχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + επίθημα αξ (πρβλ. κλῖμ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • τέτραγας — τέτραξ wild birds masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέτραγες — τέτραξ wild birds masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέτρακα — τέτραξ wild birds masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέτρακες — τέτραξ wild birds masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέτρακι — τέτραξ wild birds masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέτρακος — τέτραξ wild birds masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράζω — (I) Α [τέτραξ, αγος] κράζω όπως ο τέτραξ, ο φασιανός, κατά την ωοτοκία του. (II) Α [τετράς, άδος] τηρώ τις τετράδες τών γυμναστών …   Dictionary of Greek

  • тетерев — род. п. а, тетеря, тетер(ь)ка, диал. тетера, тетёрка, арханг. (Подв.), уральск. (Даль), укр. тетервак, тетера, тетеря, блр. цецеря, др. русск. тетеревь, др. русск. основа на i (Соболевский, Лекции 198), русск. цслав. тетрѣвь φΒ̄σιΒ̄νος (ХII в.) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”